στραγγίζω

στραγγίζω
στραγγίζω, ([etym.] στράγξ)
A squeeze out,

ὕδωρ Dsc.1.30

;

στραγγιεῖ τὸ αἷμα LXX Le.1.15

; press, squeeze the water out of crushed olives which have been immersed, Gp.9.32.1:—[voice] Pass., Dsc.2.76;

ἐρεβίνθους στραγγιζομένους Hippiatr.38

; ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος ibid.
II [voice] Med.,= στρεύγομαι, Sch.Il.15.511, EM729.50: [voice] Act. in same sense, Sch.Od.12.351.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στραγγίζω — squeeze out pres subj act 1st sg στραγγίζω squeeze out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζω — 1 στράγγισα βλ. πίν. 33 2 στράγγιξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραγγίζω — ΝΜΑ [στράγξ, γγός] 1. βγάζω το υγρό που περιέχεται σε κάτι συμπιέζοντας το ή αφήνοντας το να στεγνώσει με αποστάλαξη (α. «στραγγίζω τα ρούχα» β. «στραγγίζω ἐλαίας», Γεωπ. γ. «στραγγιεῑ τὸ αἷμα», ΠΔ) 2. διηθώ, σουρώνω (α. «στραγγίζω το κρασί» β.… …   Dictionary of Greek

  • στραγγίζω — στράγγισα και στράγγιξα, στραγγίστηκα, στραγγισμένος 1. μτβ., πιέζω και αφαιρώ το νερό από κάτι: Στράγγισε τα ρούχα. 2. αμτβ., μου αφαιρείται το υγρό: Στράγγιξαν τα ρούχα. 3. διυλίζω, σουρώνω: Στραγγίζω το γάλα. 4. εξαντλούμαι: Στράγγιξε από την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραγγιεῖ — στραγγίζω squeeze out fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στραγγίζω squeeze out fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζει — στραγγίζω squeeze out pres ind mp 2nd sg στραγγίζω squeeze out pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίσαι — στραγγίζω squeeze out aor inf act στραγγίσαῑ , στραγγίζω squeeze out aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγισμένον — στραγγίζω squeeze out perf part mp masc acc sg στραγγίζω squeeze out perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζεσθαι — στραγγίζω squeeze out pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίζων — στραγγίζω squeeze out pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγισμένου — στραγγίζω squeeze out perf part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”